ανδραπόδιση, η

ανδραπόδιση, η
ανδραπόδιση, η και ανδραποδισμός ο το να ανδραποδίζει κανείς, να κάνει δούλο κάποιο: Οι ελεύθεροι άνθρωποι αντιστέκονται στον ανδραποδισμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνδραποδίσῃ — ἀνδραποδίσηι , ἀνδραπόδισις fem dat sg (epic) ἀνδραποδίζω enslave aor subj mid 2nd sg ἀνδραποδίζω enslave aor subj act 3rd sg ἀνδραποδίζω enslave fut ind mid 2nd sg ἀνδραποδίσηι , ἀνδραποδισμός selling into slavery fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξανδραπόδιση — και ανδραπόδιση, η (Α ἐξανδραπόδισις) [εξανδραποδίζω] το να καθιστά κανείς κάποιον δούλο, η πώληση ενός ατόμου ως δούλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”